Αθηναίος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία (Α [[Ἀθηναῖος]], αία, -ον) [[Ἀθηνᾶ]]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αθήνα<br /><b>2.</b> αυτός που μένει μόνιμα στην Αθήνα, [[κάτοικος]] τών Αθηνών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[Αθηναίος]] [[γκάγκαρος]]», [[γνήσιος]] [[Αθηναίος]], που γεννήθηκε δηλ. από Αθηναίους γονείς στην Αθήνα, όπου και ζει. Και τύποι <i>Αθηνιός</i>, [[Αθηνιώτης]] (στίχ. «[[κάλλιο]] αχινιό στα στήθη σου / [[παρά]] Αθηνιό στο [[σπίτι]] σου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το κύριο όνομα [[Ἀθήνη]] (<i>Ἀθᾱνᾱ</i>) και την κατάλ. -<i>ιος Ἀθᾱνᾱ</i>-<i>ιος</i> > <i>Ἀθανα</i>-<i>ϊος</i> > [[Ἀθηναῖος]]<br /><b>βλ.</b> ετυμολ. στη λ. [[Ἀθηνᾶ]].
|mltxt=-αία (Α [[Ἀθηναῖος]], αία, -ον) [[Ἀθηνᾶ]]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αθήνα<br /><b>2.</b> αυτός που μένει μόνιμα στην Αθήνα, [[κάτοικος]] τών Αθηνών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[Αθηναίος]] [[γκάγκαρος]]», [[γνήσιος]] [[Αθηναίος]], που γεννήθηκε δηλ. από Αθηναίους γονείς στην Αθήνα, όπου και ζει. Και τύποι <i>Αθηνιός</i>, [[Αθηνιώτης]] (στίχ. «[[κάλλιο]] αχινιό στα στήθη σου / [[παρά]] Αθηνιό στο [[σπίτι]] σου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Από το κύριο όνομα [[Ἀθήνη]] (<i>Ἀθᾱνᾱ</i>) και την κατάλ. -<i>ιος Ἀθᾱνᾱ</i>-<i>ιος</i> > <i>Ἀθανα</i>-<i>ϊος</i> > [[Ἀθηναῖος]]<br /><b>βλ.</b> ετυμολ. στη λ. [[Ἀθηνᾶ]].
}}
}}

Latest revision as of 21:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-αία (Α Ἀθηναῖος, αία, -ον) Ἀθηνᾶ]
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αθήνα
2. αυτός που μένει μόνιμα στην Αθήνα, κάτοικος τών Αθηνών
νεοελλ.
φρ. «Αθηναίος γκάγκαρος», γνήσιος Αθηναίος, που γεννήθηκε δηλ. από Αθηναίους γονείς στην Αθήνα, όπου και ζει. Και τύποι Αθηνιός, Αθηνιώτης (στίχ. «κάλλιο αχινιό στα στήθη σου / παρά Αθηνιό στο σπίτι σου»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από το κύριο όνομα Ἀθήνη (Ἀθᾱνᾱ) και την κατάλ. -ιος Ἀθᾱνᾱ-ιος > Ἀθανα-ϊος > Ἀθηναῖος
βλ. ετυμολ. στη λ. Ἀθηνᾶ.