Κυβεληγενής: Difference between revisions
From LSJ
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κυβεληγενής]], -ές (Α)<br />(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[Κυβεληγενής]], -ές (Α)<br />(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κύβελον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), πρβλ. <i>Λυκη</i>-<i>γενής</i>, <i>Πυλη</i>-<i>γενής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] άλλα σύνθ. (πρβλ. <i>γαιη</i>-<i>γενής</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
Κυβεληγενής, -ές (Α)
(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύβελον + -γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη-γενής, Πυλη-γενής. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής)].