άκλαυτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλαυτος]], -ον) και άκλαυστος<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο [[αθρήνητος]]<br />«τον έθαψαν άκλαυτο»<br />«[[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]] [[Πάτροκλος]]» <b>Όμ.</b><br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί<br />«άκλαυτο [[παιδί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» <b>Όμ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προκαλεί [[συγκίνηση]], δεν φέρνει κλάματα<br />«[[ούτε]] [[γάμος]] [[άκλαυτος]], [[ούτε]] [[νεκρός]] [[αγέλαστος]]».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλαυτος]], -ον) και άκλαυστος<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο [[αθρήνητος]]<br />«τον έθαψαν άκλαυτο»<br />«[[νέκυς]] [[ἄκλαυτος]] [[ἄθαπτος]] [[Πάτροκλος]]» <b>Όμ.</b><br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί<br />«άκλαυτο [[παιδί]]»<br /><b>αρχ.</b><br />«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» <b>Όμ.</b><br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν προκαλεί [[συγκίνηση]], δεν φέρνει κλάματα<br />«[[ούτε]] [[γάμος]] [[άκλαυτος]], [[ούτε]] [[νεκρός]] [[αγέλαστος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> <i>ἔκλαυσα</i> <span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκλαυτεὶ</i> (-<i>τὶ</i>) και <i>ἀκλαυστεὶ</i> (-<i>τί</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλαυτος, -ον) και άκλαυστος
1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος
«τον έθαψαν άκλαυτο»
«νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ.
2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί
«άκλαυτο παιδί»
αρχ.
«οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.
νεοελλ.
αυτός που δεν προκαλεί συγκίνηση, δεν φέρνει κλάματα
«ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε νεκρός αγέλαστος».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητικό + ἔκλαυσα < κλαίω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκλαυτεὶ (-τὶ) και ἀκλαυστεὶ (-τί].