άκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άχτιστος, -η, -ο (AM [[ἄκτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδημιούργητος]]<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄκτιστον]] φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε [[έκσταση]]<br />θεωρείται ως το αδημιούργητο [[θείο]] φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κτιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]].
|mltxt=και άχτιστος, -η, -ο (AM [[ἄκτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδημιούργητος]]<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄκτιστον]] φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε [[έκσταση]]<br />θεωρείται ως το αδημιούργητο [[θείο]] φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κτιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

και άχτιστος, -η, -ο (AM ἄκτιστος, -ον)
νεοελλ.
(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί
αρχ.
αδημιούργητος
μσν.
«ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση
θεωρείται ως το αδημιούργητο θείο φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κτιστός < κτίζω.