αδημιούργητος
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδημιούργητος, -ον) δημιουργῶ
αυτός που δεν δημιουργήθηκε, ακατασκεύαστος, αδιαμόρφωτος, άπλαστος, άφτιαχτος
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που δεν σταδιοδρόμησε ικανοποιητικά σε κάποιο επάγγελμα, που δεν απέκτησε οικονομική επιφάνεια, που βρίσκεται στο ξεκίνημα, που δεν έχει ακόμη κατακτήσει κάποια θέση στη ζωή.