άσκη: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσκη]], η (Α)<br />η [[άσκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταρρηματικό παράγωγο του [[ασκώ]]].
|mltxt=[[ἄσκη]], η (Α)<br />η [[άσκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταρρηματικό παράγωγο του [[ασκώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄσκη, η (Α)
η άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταρρηματικό παράγωγο του ασκώ].