άληστος: Difference between revisions

From LSJ
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἄληστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, [[αλησμόνητος]], [[αξέχαστος]]<br />«ο αλήστου μνήμης...», ο [[αλησμόνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν λησμονά, δεν ξεχνάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λήθω]] -<i>ομαι</i> [[παράλληλος]] τ. του ρημ. [[λανθάνω]] -<i>ομαι</i>. Βλ. και [[ἄλαστος]].
|mltxt=(Α [[ἄληστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, [[αλησμόνητος]], [[αξέχαστος]]<br />«ο αλήστου μνήμης...», ο [[αλησμόνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν λησμονά, δεν ξεχνάει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λήθω]] -<i>ομαι</i> [[παράλληλος]] τ. του ρημ. [[λανθάνω]] -<i>ομαι</i>. Βλ. και [[ἄλαστος]].
}}
}}

Revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄληστος, -ον)
1. αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, αλησμόνητος, αξέχαστος
«ο αλήστου μνήμης...», ο αλησμόνητος
2. αυτός που δεν λησμονά, δεν ξεχνάει.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λήθω -ομαι παράλληλος τ. του ρημ. λανθάνω -ομαι. Βλ. και ἄλαστος.