άλουστος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ανάλουστος]], -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λούστηκε στο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> που δεν πλύθηκε στο [[πρόσωπο]] ή και σε όλο το [[σώμα]], [[άνιφτος]], [[άπλυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λούζω]] (-ομαι). Ο τ. [[ανάλουστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λούζω]] (-ομαι)].
|mltxt=και [[ανάλουστος]], -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λούστηκε στο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> που δεν πλύθηκε στο [[πρόσωπο]] ή και σε όλο το [[σώμα]], [[άνιφτος]], [[άπλυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λούζω]] (-ομαι). Ο τ. [[ανάλουστος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λούζω]] (-ομαι)].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ανάλουστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν λούστηκε στο κεφάλι
2. που δεν πλύθηκε στο πρόσωπο ή και σε όλο το σώμα, άνιφτος, άπλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λούζω (-ομαι). Ο τ. ανάλουστος < ανα- στερητ. + λούζω (-ομαι)].