έγκατα: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα (AM [[ἔγκατα]])<br />τα πιο [[βαθιά]] μέρη («τα [[έγκατα]] της γης»)<br /><b>αρχ.</b><br />τα [[εντόσθια]], τα έντερα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=τα (AM [[ἔγκατα]])<br />τα πιο [[βαθιά]] μέρη («τα [[έγκατα]] της γης»)<br /><b>αρχ.</b><br />τα [[εντόσθια]], τα έντερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. <i>έγκατος</i> «[[εσωτερικός]]» κι αυτό από την [[πρόθεση]] <i>εν</i> (<b>πρβλ.</b> [[έσχατος]] από <i>εξ</i>), [[οπότε]] η ομηρική δοτ. <i>έγκασι</i> αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ως ετερόκλιτη (<b>πρβλ.</b> <i>γούνασι</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
τα (AM ἔγκατα)
τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα της γης»)
αρχ.
τα εντόσθια, τα έντερα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος από εξ), οπότε η ομηρική δοτ. έγκασι αποτελεί νεώτερο σχηματισμό, ως ετερόκλιτη (πρβλ. γούνασι)].