έμβρυο: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(11)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔμβρυον]]<br />Α και επίθ. [[ἔμβρυος]], -ον)<br />το γονιμοποιημένο ωάριο από τη [[στιγμή]] που αρχίζει η [[διαίρεση]] ώς την [[απαλλαγή]] από το εμβρυϊκό [[περίβλημα]] [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) το οργανωμένο [[σωμάτιο]] [[μετά]] τη [[γονιμοποίηση]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] βρίσκεται εν τη γενέσει του, [[προτού]] λάβει την οριστική του [[μορφή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νεογνό]], [[βρέφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ἔμβρυος]], -<i>ον</i><br />αυτός που αυξάνεται [[μέσα]] στη [[μήτρα]] («[[βρέφος]] [[ἔμβρυον]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[βρύον]].
|mltxt=το (AM [[ἔμβρυον]]<br />Α και επίθ. [[ἔμβρυος]], -ον)<br />το γονιμοποιημένο ωάριο από τη [[στιγμή]] που αρχίζει η [[διαίρεση]] ώς την [[απαλλαγή]] από το εμβρυϊκό [[περίβλημα]] [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) το οργανωμένο [[σωμάτιο]] [[μετά]] τη [[γονιμοποίηση]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] βρίσκεται εν τη γενέσει του, [[προτού]] λάβει την οριστική του [[μορφή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νεογνό]], [[βρέφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[ἔμβρυος]], -<i>ον</i><br />αυτός που αυξάνεται [[μέσα]] στη [[μήτρα]] («[[βρέφος]] [[ἔμβρυον]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[βρύον]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (AM ἔμβρυον
Α και επίθ. ἔμβρυος, -ον)
το γονιμοποιημένο ωάριο από τη στιγμή που αρχίζει η διαίρεση ώς την απαλλαγή από το εμβρυϊκό περίβλημα κατά τον τοκετό
νεοελλ.
1. (για φυτά) το οργανωμένο σωμάτιο μετά τη γονιμοποίηση
2. οτιδήποτε βρίσκεται εν τη γενέσει του, προτού λάβει την οριστική του μορφή
αρχ.-μσν.
νεογνό, βρέφος
αρχ.
ως επίθ. ἔμβρυος, -ον
αυτός που αυξάνεται μέσα στη μήτραβρέφος ἔμβρυον»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + βρύον.