ίννος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴννος]], ὁ (Α)<br />ο [[γίννος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. [[γίννος]], που έχει την [[ίδια]] σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. <i>hinnus</i>].
|mltxt=[[ἴννος]], ὁ (Α)<br />ο [[γίννος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. [[γίννος]], που έχει την [[ίδια]] σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. <i>hinnus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἴννος, ὁ (Α)
ο γίννος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. γίννος, που έχει την ίδια σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. hinnus].