ίννος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(17) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴννος]], ὁ (Α)<br />ο [[γίννος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἴννος]], ὁ (Α)<br />ο [[γίννος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μτγν. τ. της λ. [[γίννος]], που έχει την [[ίδια]] σημ. Στη λατ. μαρτυρείται η δάνεια λ. <i>hinnus</i>]. | ||
}} | }} |