αΐδιος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀίδιος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αιώνιος]], [[ακατάλυτος]], [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀίδιος [[οὐσία]]», η [[αιωνιότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «<i>ἐς ἀίδιον</i>», για [[πάντα]], επ’ άπειρον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-[[ίδιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεί</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀιδιότης</i>, <i>ἀιδιάζω</i>].
|mltxt=ἀίδιος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αιώνιος]], [[ακατάλυτος]], [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀίδιος [[οὐσία]]», η [[αιωνιότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «<i>ἐς ἀίδιον</i>», για [[πάντα]], επ’ άπειρον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>-[[ίδιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεί</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀιδιότης</i>, <i>ἀιδιάζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀίδιος, -ον (Α)
1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής
2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα
3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -ίδιος < ἀεί.
ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω].