αΐδιος

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source

Greek Monolingual

ἀίδιος, -ον (Α)
1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής
2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα
3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -ίδιος < ἀεί.
ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω].