έθεν: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(10)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕθεν]] (Α)<br />αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ ([[αυτού]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. <i>ε</i>].
|mltxt=[[ἕθεν]] (Α)<br />αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ ([[αυτού]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. <i>ε</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:06, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἕθεν (Α)
αρσ. και θηλ. γεν. της αντων. ἕ (αυτού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ομηρικό τ. γενικής της αντων. ε].