αγάστονος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγάστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ [[δυνατά]], [[παταγώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[στένω]].
|mltxt=[[ἀγάστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ [[δυνατά]], [[παταγώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[στένω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγάστονος, -ον (Α)
1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης
2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγα- + στόνος < στένω.