αγάστονος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγάστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ [[δυνατά]], [[παταγώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγάστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ [[δυνατά]], [[παταγώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[στένω]]. | ||
}} | }} |