αγάστονος
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
ἀγάστονος, -ον (Α)
1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης
2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγα- + στόνος < στένω.