άτρυγος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄτρυγος]], -ον (Α)<br />ο [[χωρίς]] τρυγιά, ο [[χωρίς]] [[κατακάθι]], ο [[διαυγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρυξ]] (-<i>γός</i>) «θολό [[κρασί]], [[κατακάθι]] κρασιού»].
|mltxt=[[ἄτρυγος]], -ον (Α)<br />ο [[χωρίς]] τρυγιά, ο [[χωρίς]] [[κατακάθι]], ο [[διαυγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τρυξ]] (-<i>γός</i>) «θολό [[κρασί]], [[κατακάθι]] κρασιού»].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄτρυγος, -ον (Α)
ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + τρυξ (-γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»].