αίφνης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=επίρρ. (Α [[αἴφνης]])<br />[[ξαφνικά]], [[έξαφνα]], αιφνιδίως<br /><b>νεοελλ.</b><br />απροσδόκητα, ανέλπιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη [[μορφή]] του συνθ. <i>εξ</i>-[[αίφνης]], τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται [[προς]] τα [[αἶψα]] και [[αἰπύς]], [[αἶπος]]. Αν δεχτούμε πως το [[αἶψα]] ξεκινάει ως ονοματ. [[τύπος]] από [[ρίζα]] <i>αἰπ</i>- ([[αἶψα]] <span style="color: red;"><</span> <i>αιπ</i>-<i>σ</i>-<i>ӑ</i>), [[τότε]] το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τα <i>εξ</i> / [[αίφνης]], να πρόκειται δηλ. για αρχ. ονοματ. τύπο σε γενική [[πτώση]]: [[αίφνης]] <span style="color: red;"><</span> <i>αιπ</i>-<i>σ</i>-<i>ν ᾱ</i>-<i>ς</i>. Όπως και στην [[περίπτωση]] του [[αἶψα]] δυσχέρειες γεννά κι εδώ η έρμηνεια του -<i>σ</i>-. Η [[σχέση]] του με τα [[ἄφνω]], [[ἄφαρ]], [[ἐξαπίνης]], [[προς]] τα οποία πλησιάζει ετυμολογικά, [[είναι]] [[ακόμη]] αναπόδεικτη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιφνίδιος]]].
|mltxt=επίρρ. (Α [[αἴφνης]])<br />[[ξαφνικά]], [[έξαφνα]], αιφνιδίως<br /><b>νεοελλ.</b><br />απροσδόκητα, ανέλπιστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη [[μορφή]] του συνθ. <i>εξ</i>-[[αίφνης]], τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται [[προς]] τα [[αἶψα]] και [[αἰπύς]], [[αἶπος]]. Αν δεχτούμε πως το [[αἶψα]] ξεκινάει ως ονοματ. [[τύπος]] από [[ρίζα]] <i>αἰπ</i>- ([[αἶψα]] <span style="color: red;"><</span> <i>αιπ</i>-<i>σ</i>-<i>ӑ</i>), [[τότε]] το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τα <i>εξ</i> / [[αίφνης]], να πρόκειται δηλ. για αρχ. ονοματ. τύπο σε γενική [[πτώση]]: [[αίφνης]] <span style="color: red;"><</span> <i>αιπ</i>-<i>σ</i>-<i>ν ᾱ</i>-<i>ς</i>. Όπως και στην [[περίπτωση]] του [[αἶψα]] δυσχέρειες γεννά κι εδώ η έρμηνεια του -<i>σ</i>-. Η [[σχέση]] του με τα [[ἄφνω]], [[ἄφαρ]], [[ἐξαπίνης]], [[προς]] τα οποία πλησιάζει ετυμολογικά, [[είναι]] [[ακόμη]] αναπόδεικτη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιφνίδιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:14, 29 December 2020

Greek Monolingual

επίρρ. (Α αἴφνης)
ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως
νεοελλ.
απροσδόκητα, ανέλπιστα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή του συνθ. εξ-αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα αἶψα και αἰπύς, αἶπος. Αν δεχτούμε πως το αἶψα ξεκινάει ως ονοματ. τύπος από ρίζα αἰπ- (αἶψα < αιπ-σ-ӑ), τότε το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τα εξ / αίφνης, να πρόκειται δηλ. για αρχ. ονοματ. τύπο σε γενική πτώση: αίφνης < αιπ-σ-ν ᾱ-ς. Όπως και στην περίπτωση του αἶψα δυσχέρειες γεννά κι εδώ η έρμηνεια του -σ-. Η σχέση του με τα ἄφνω, ἄφαρ, ἐξαπίνης, προς τα οποία πλησιάζει ετυμολογικά, είναι ακόμη αναπόδεικτη.
ΠΑΡ. αιφνίδιος].