αἴφνης

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴφνης Medium diacritics: αἴφνης Low diacritics: αίφνης Capitals: ΑΙΦΝΗΣ
Transliteration A: aíphnēs Transliteration B: aiphnēs Transliteration C: aifnis Beta Code: ai)/fnhs

English (LSJ)

Adv. suddenly, E.IA1581, Hp.Int.39 (αἰφνηδίς, Hdn. Gr.1.512; αἰτιδόν, Id.Epim.270). (Prob. cognate with αἶψα rather than with ἄφαρ, ἄφνω).

Spanish (DGE)

adv. de repente θαῦμα δ' ἦν αἴ. ὁρᾶν E.IA 1581, ὁ κύων αἴφνης πηδήσας αὐτὴν διεσπάραξεν Aesop.268.3.10.
• Etimología: Cf. αἰπύς.

French (Bailly abrégé)

adv.
subitement.
Étymologie: cf. αἶψα.

German (Pape)

plötzlich, Eur. I.A. 1586 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

αἴφνης: adj. внезапно: θαῦμα δ᾽ ἦν αἴ. ὁρᾶν Eur. внезапно показалось чудо.

Greek (Liddell-Scott)

αἴφνης: ἐπίρρ., = ἄφνω, ἐξαίφνης, αἰφνιδίως, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1581, καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγενεστ.: - οἱ τύποι αἰφνηδίς, δόν, ἀναφέρονται ἐν τοῖς Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 27, Α. Β. 1310, κτλ.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α αἴφνης)
ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως
νεοελλ.
απροσδόκητα, ανέλπιστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή του συνθ. εξ-αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα αἶψα και αἰπύς, αἶπος. Αν δεχτούμε πως το αἶψα ξεκινάει ως ονοματ. τύπος από ρίζα αἰπ- (αἶψα < αιπ-σ-ӑ), τότε το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τα εξ / αίφνης, να πρόκειται δηλ. για αρχ. ονοματ. τύπο σε γενική πτώση: αίφνης < αιπ-σ-ν ᾱ-ς. Όπως και στην περίπτωση του αἶψα δυσχέρειες γεννά κι εδώ η έρμηνεια του -σ-. Η σχέση του με τα ἄφνω, ἄφαρ, ἐξαπίνης, προς τα οποία πλησιάζει ετυμολογικά, είναι ακόμη αναπόδεικτη.
ΠΑΡ. αιφνίδιος].

Frisk Etymological English

See also: αἰπὺς, αἶψα, ἄφνω, ἄφαρ.

Frisk Etymology German

αἴφνης: {aíphnēs}
Grammar: Adv.
Meaning: plötzlich (E. IA 1581, Hp. Int. 39),
Composita: weit gewöhnlicher und älter ἐξαίφνης (Hom., Pi., Trag., att. Prosa, Arist. u. a.).
Derivative: Umgekehrt ist das Adj. αἰφνίδιος (A., Th., Arist. u. a.) gewöhnlicher und älter als ἐξαιφνίδιος (Pl., Gal.). Andere Bildungen: αἰφνηδίς, -δόν (Hdn.).
Etymology: Wahrscheinlich mit αἶψα verwandt, s. d. Direkter Zusammenhang mit ἄφνω, ἄφαρ ist nicht glaubhaft.
Page 1,47-48