αγέστρατος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγέστρατος]] ο, η (Α)<br />αυτός που οδηγεί τον στρατό.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγέστρατος]] ο, η (Α)<br />αυτός που οδηγεί τον στρατό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρατός]], όπως και τα <i>ἀγέ</i>-<i>λαος</i>, <i>ἐλκε</i>-<i>χίτων</i>, <i>ἐχέ</i>-<i>φρων</i>. Το <i>ε</i> του α’ συνθετ. [[είναι]] δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική <i>ἄγε λαόν</i>!, <i>ἔλκε χιτώνα</i>! κ.λπ. Με το [[ἄγος]] ως β’ συνθετ. σχηματίζονται [[επίσης]] [[σύνθετα]], όπως <i>στρατ</i>- [[αγός]], <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i> κ.λπ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγέστρατος ο, η (Α)
αυτός που οδηγεί τον στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ-λαος, ἐλκε-χίτων, ἐχέ-φρων. Το ε του α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’ συνθετ. σχηματίζονται επίσης σύνθετα, όπως στρατ- αγός, στρατ-ηγός κ.λπ.].