αγκαθερός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] αγκάθια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αγκαθερό</i><br />[[τόπος]] [[γεμάτος]] αγκάθια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγκάθι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. [[κατάληξη]] -<i>ερός</i>].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] αγκάθια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αγκαθερό</i><br />[[τόπος]] [[γεμάτος]] αγκάθια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγκάθι]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. [[κατάληξη]] -<i>ερός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια
2. το ουδ. ως ουσ. το αγκαθερό
τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκάθι + παραγ. κατάληξη -ερός].