ίαμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(17) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ἴαμα]], Α ιων. τ. [[ἴημα]])<br />[[μέσο]] θεραπείας, [[φάρμακο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταπράυνση]], [[κατευνασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (ΑΜ [[ἴαμα]], Α ιων. τ. [[ἴημα]])<br />[[μέσο]] θεραπείας, [[φάρμακο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταπράυνση]], [[κατευνασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιάομαι</i>, -<i>ώμαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (πρβλ. <i>θρύλη</i>-<i>μα</i>, [[ποίη]]-<i>μα</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα)
μέσο θεραπείας, φάρμακο
μσν.-αρχ.
θεραπεία
αρχ.
καταπράυνση, κατευνασμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιάομαι, -ώμαι + κατάλ. -μα (πρβλ. θρύλη-μα, ποίη-μα)].