αγοραπωλητής: Difference between revisions
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που αγοράζει και πουλά [[κάτι]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο<br />αυτός που αγοράζει και πουλά [[κάτι]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]] <span style="color: red;">+</span> [[πωλητής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγοραπωλησία]], [[αγοραπωλητικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο
αυτός που αγοράζει και πουλά κάτι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγορά + πωλητής.
ΠΑΡ. αγοραπωλησία, αγοραπωλητικός].