αγλαοεργός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαοεργός]], -ον (Α)<br />ο [[λαμπρός]], ο [[ένδοξος]] για τις πράξεις του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἐργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].
|mltxt=[[ἀγλαοεργός]], -ον (Α)<br />ο [[λαμπρός]], ο [[ένδοξος]] για τις πράξεις του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἐργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαοεργός, -ον (Α)
ο λαμπρός, ο ένδοξος για τις πράξεις του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + ἐργός < ἔργον.