αδρόμισθος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἁδρόμισθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παίρνει αδρή, [[μεγάλη]] [[αμοιβή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει μεγάλα [[βραβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁδρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδρομισθία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἁδρόμισθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παίρνει αδρή, [[μεγάλη]] [[αμοιβή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει μεγάλα [[βραβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁδρός]] <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδρομισθία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁδρόμισθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παίρνει αδρή, μεγάλη αμοιβή
αρχ.
αυτός που παρέχει μεγάλα βραβεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁδρός + μισθός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδρομισθία].