αγριόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγριόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άγρια, τραχιά [[φωνή]] ή [[γλώσσα]], σαν τους βαρβάρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγριος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φωνή]].
|mltxt=[[ἀγριόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άγρια, τραχιά [[φωνή]] ή [[γλώσσα]], σαν τους βαρβάρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγριος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φωνή]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει άγρια, τραχιά φωνή ή γλώσσα, σαν τους βαρβάρους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + -φωνή.