αγριόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγριόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άγρια, τραχιά [[φωνή]] ή [[γλώσσα]], σαν τους βαρβάρους.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγριόφωνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει άγρια, τραχιά [[φωνή]] ή [[γλώσσα]], σαν τους βαρβάρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγριος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φωνή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει άγρια, τραχιά φωνή ή γλώσσα, σαν τους βαρβάρους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + -φωνή.