αδιάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάλλακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται [[συμφιλίωση]], [[ασυμβίβαστος]]. [[ασυμφιλίωτος]], [[άσπονδος]]<br /><b>2.</b> α [[μετάπειστος]], [[ανένδοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>διαλλάττω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδιαλλαξία</i>, <i>ἀδιαλλακτικότητα</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάλλακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται [[συμφιλίωση]], [[ασυμβίβαστος]]. [[ασυμφιλίωτος]], [[άσπονδος]]<br /><b>2.</b> α [[μετάπειστος]], [[ανένδοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>διαλλάττω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀδιαλλαξία</i>, <i>ἀδιαλλακτικότητα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάλλακτος, -ον)
1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος
2. α μετάπειστος, ανένδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαλλάττω.
ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα].