αισυλοεργός: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰσυλοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που πράττει ανόσια, [[κακούργος]], [[παράνομος]], [[άδικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴσυλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].
|mltxt=[[αἰσυλοεργός]], -όν (Α)<br />αυτός που πράττει ανόσια, [[κακούργος]], [[παράνομος]], [[άδικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἴσυλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰσυλοεργός, -όν (Α)
αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴσυλος + -εργός < ἔργον.