αισυλοεργός

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

αἰσυλοεργός, -όν (Α)
αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴσυλος + -εργός < ἔργον.