εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
αἰσυλοεργός, -όν (Α)αυτός που πράττει ανόσια, κακούργος, παράνομος, άδικος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴσυλος + -εργός < ἔργον.