αιμόφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[αἱμόφυρτος]], -ον)<br />(για έμψυχα) περιχυμένος με [[αίμα]], βουτηγμένος στο [[αίμα]], καταματωμένος (στα αρχ. και για άψυχα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]] <span style="color: red;">+</span> <i>φυρτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] «[[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]]»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[αἱμόφυρτος]], -ον)<br />(για έμψυχα) περιχυμένος με [[αίμα]], βουτηγμένος στο [[αίμα]], καταματωμένος (στα αρχ. και για άψυχα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἷμα]] <span style="color: red;">+</span> <i>φυρτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] «[[ανακατεύω]], [[αναμιγνύω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αἱμόφυρτος, -ον)
(για έμψυχα) περιχυμένος με αίμα, βουτηγμένος στο αίμα, καταματωμένος (στα αρχ. και για άψυχα).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + φυρτὸς < φύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»].