ακαταλάβιστος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />ο [[ακαταλαβίστικος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br />ο [[ακαταλαβίστικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταλαβαίνω]] αναλογικά [[προς]] τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε -<i>ίζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταλαβίστικος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
ο ακαταλαβίστικος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < καταλαβαίνω αναλογικά προς τα ρηματ. επιθ. που προέρχονται από ρήματα σε -ίζω.
ΠΑΡ. ακαταλαβίστικος].