Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακερσεκόμης: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκερσεκόμης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακούρευτος]], αυτός που διατηρεί [[μακριά]], κυματίζουσα [[κόμη]], ο [[πάντα]] [[νέος]] ([[γιατί]] οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική [[ηλικία]])<br />«Φοῑβος [[ἀκερσεκόμης]]» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)<br /><b>2.</b> [[νεανίας]], [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο του Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' [[επέκταση]] «τον [[πάντα]] νέο». Η λ. σχηματίζεται από <i>ἀ</i>- στερητ., από το θ. του ενσίγμου αορίστου <i>ἔκερσα</i> του ρήματος [[κείρω]] και από το ουσ. [[κόμη]]. Ο [[παράλληλος]] τ. της λέξεως [[ἀκειρεκόμης]], που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. του ρήματος [[κείρω]].
|mltxt=[[ἀκερσεκόμης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακούρευτος]], αυτός που διατηρεί [[μακριά]], κυματίζουσα [[κόμη]], ο [[πάντα]] [[νέος]] ([[γιατί]] οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική [[ηλικία]])<br />«Φοῑβος [[ἀκερσεκόμης]]» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)<br /><b>2.</b> [[νεανίας]], [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Επίθετο του Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' [[επέκταση]] «τον [[πάντα]] νέο». Η λ. σχηματίζεται από <i>ἀ</i>- στερητ., από το θ. του ενσίγμου αορίστου <i>ἔκερσα</i> του ρήματος [[κείρω]] και από το ουσ. [[κόμη]]. Ο [[παράλληλος]] τ. της λέξεως [[ἀκειρεκόμης]], που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. του ρήματος [[κείρω]].
}}
}}

Revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκερσεκόμης, ο (Α)
1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία)
«Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)
2. νεανίας, νέος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επίθετο του Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' επέκταση «τον πάντα νέο». Η λ. σχηματίζεται από - στερητ., από το θ. του ενσίγμου αορίστου ἔκερσα του ρήματος κείρω και από το ουσ. κόμη. Ο παράλληλος τ. της λέξεως ἀκειρεκόμης, που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. του ρήματος κείρω.