ακριτόμυθος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἀκριτόμυθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κρατά [[μυστικό]], που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μυθος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκριτομυθῶ</i><br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακριτομυθία]]].
|mltxt=-ο (Α [[ἀκριτόμυθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κρατά [[μυστικό]], που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μυθος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκριτομυθῶ</i><br />(<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακριτομυθία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκριτόμυθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί
αρχ.
1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα
2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -μυθος < μῦθος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριτομυθῶ
(μσν. νεοελλ.) ακριτομυθία].