ακριτομυθία

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀκριτομυθία) ἀκριτόμυθος
νεοελλ.
η μη φύλαξη απόρρητου εξαιτίας επιπολαιότητας ή ακρισίας
μσν.
φλυαρία, μωρολογία.