ακοντοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(6_17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ακοντοδόκος''': -ον, ὁ δεχόμενος [[ἀκόντιον]] (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ [[ἀκόντιον]], Σιμων. 106.
|lstext='''ακοντοδόκος''': -ον, ὁ δεχόμενος [[ἀκόντιον]] (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ [[ἀκόντιον]], Σιμων. 106.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκοντοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που δέχεται το [[ακόντιο]], ο χτυπημένος από [[ακόντιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκων]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek (Liddell-Scott)

ακοντοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἀκόντιον (ὅ ἐ. πληγεὶς δι’ ἀκοντίου), ἢ ὁ φυλαττόμενος (ἀποφεύγων) τὸ ἀκόντιον, Σιμων. 106.

Greek Monolingual

ἀκοντοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται το ακόντιο, ο χτυπημένος από ακόντιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκων (Ι) + -δόκος < δέχομαι.