ακρολίπαρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρολίπαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λιπαρά, χοντρά [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκρολίπαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λιπαρά, χοντρά [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λιπαρός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκρολίπαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λιπαρά, χοντρά άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + λιπαρός.