ακρολίπαρος
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
ἀκρολίπαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λιπαρά, χοντρά άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + λιπαρός.