Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακρώμιο: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ἀκρώμιον)<br />η [[άκανθα]], η [[απόφυση]] της [[ωμοπλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρ</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]]. Η λ. πέρασε και στην ξενική [[ορολογία]] της ανατομίας, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακρωμιαίος]], [[ακρωμιακός]], <i>ακρωμίαση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>ακρωμιοθωρακικός</i>, <i>ακρωμιοκλειδικός</i>, <i>ακρωμιοκορακοειδής</i>, <i>ακρωμιόπληγμα</i>].
|mltxt=το (Α ἀκρώμιον)<br />η [[άκανθα]], η [[απόφυση]] της [[ωμοπλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρ</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]]. Η λ. πέρασε και στην ξενική [[ορολογία]] της ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακρωμιαίος]], [[ακρωμιακός]], <i>ακρωμίαση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>ακρωμιοθωρακικός</i>, <i>ακρωμιοκλειδικός</i>, <i>ακρωμιοκορακοειδής</i>, <i>ακρωμιόπληγμα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἀκρώμιον)
η άκανθα, η απόφυση της ωμοπλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμιον < ὦμος. Η λ. πέρασε και στην ξενική ορολογία της ανατομίας, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acromion.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακρωμιαίος, ακρωμιακός, ακρωμίαση.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ακρωμιοθωρακικός, ακρωμιοκλειδικός, ακρωμιοκορακοειδής, ακρωμιόπληγμα].