αλεπουδεύω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> (για [[μωρά]]) [[έρπω]], [[αρκουδίζω]], «μπουσουλάω»<br /><b>2.</b> φέρομαι με [[πανουργία]], πονηριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της λ. <i>αλεπούδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. του ουσ. [[αλεπού]]].
|mltxt=<b>1.</b> (για [[μωρά]]) [[έρπω]], [[αρκουδίζω]], «μπουσουλάω»<br /><b>2.</b> φέρομαι με [[πανουργία]], πονηριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. της λ. <i>αλεπούδ</i>-<i>ες</i>, πληθ. του ουσ. [[αλεπού]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω»
2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. της λ. αλεπούδ-ες, πληθ. του ουσ. αλεπού].