αλεπουδεύω

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω»
2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. της λ. αλεπούδ-ες, πληθ. του ουσ. αλεπού].