έρπω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek Monolingual
και σέρπω (Α ἕρπω)
προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα
νεοελλ.
1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τους κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς
2. (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο ήχος, όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)
αρχ.
1. κινούμαι αργά, προχωρώ σιγά σιγά
2. στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ φθόνος ἕρπει», Σοφ.)
3. βαδίζω, περπατώ («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, Ομ. Οδ.)
4. έρχομαι, πορεύομαι
5. (για ατύχημα) εμφανίζομαι ξαφνικά σε κάποιον
6. (για πράγματα και γεγονότα) αυξάνω, μεγαλώνω («βότρυς ἐπ’ ἦμαρ ἕρπει», Σοφ.)
7. προάγομαι, προκόβω, προοδεύω («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν», Σοφ.)
8. (για δάκρυα) χύνομαι, καταρρέω
9. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
10. (για πόλεμο) τραβώ σε μάκρος («ό πόλεμος ἑρπέτω» — ο πόλεμος ας κάμει τον δρόμο του, Αριστοφ.)
11. (η μτχ. του ουδ. στον πληθ.) τὰ ἕρποντα
τα συρόμενα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ρ. έρπω (πρβλ. αρχ. ινδ. sarpati, λατ. serpo «ἐρπω, γλιστρώ») < herpo < serpo, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ser-p- «έρπω» (με παρέκταση -p-). Το παράγωγο ερπετόν συνδέεται με λατ. serpens, αρχ. ινδ. sarpa-, ενώ ο αιολ. τ. όρπετον ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας srp-, όπου τόσο η δήλωση του -r- ως ορ / ρο (πρβλ. κυπρ.κορζία «καρδία») όσο και η ψίλωση του τ. αποτελούν χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. ερπετόν αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα τέσσερα, αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη σημασία του ζώου που βαδίζει γενικώς σε αντιδιαστολή προς τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το ερπετό δηλώνει και το φίδι (πρβλ. λατ. serpens «φίδι») και κάθε ζώο που έρπει.
ΠΑΡ. ερπετό, έρπης
αρχ.
ερπηδών, ερπήν, ερπήνη, ερπηστήρ, ερπηστής, ερπτόν, ερπύζω, έρπυλλος, έρψις, όρπετον.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ερπάκανθα. (Β’ συνθετικό) ανέρπω, υφέρπω
αρχ.
αφέρπω, διεξέρπω, διέρπω, εισέρπω, εξέρπω, επεισέρπω, επεξέρπω, εφέρπω, καθέρπω, μεθέρπω, παρεισέρπω, παρέρπω, περιέρπω, προέρπω, προσανέρπω, προσέρπω, συνέρπω.