αλευροσκόρπης: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -ού)<br />[[άσωτος]], [[σπάταλος]], [[σκορπαλευράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεύρι]] <span style="color: red;">+</span> [[σκορπώ]]].
|mltxt=ο (θηλ. -ού)<br />[[άσωτος]], [[σπάταλος]], [[σκορπαλευράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεύρι]] <span style="color: red;">+</span> [[σκορπώ]]].
}}
}}

Revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ού)
άσωτος, σπάταλος, σκορπαλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + σκορπώ].