αλεστής: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αλέθει, ο [[μυλωνάς]]<br /><b>2.</b> αυτός που έρχεται στον μύλο για [[άλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλέθω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλεστικός]]].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αλέθει, ο [[μυλωνάς]]<br /><b>2.</b> αυτός που έρχεται στον μύλο για [[άλεσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλέθω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλεστικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αλέθει, ο μυλωνάς
2. αυτός που έρχεται στον μύλο για άλεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλέθω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστικός].