Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλιπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θαλασσινής πορφύρας, [[ολοπόρφυρος]], [[κατακόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρφυρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]].
|mltxt=[[ἁλιπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θαλασσινής πορφύρας, [[ολοπόρφυρος]], [[κατακόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρφυρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁλιπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρφυρος < πορφύρα.