αλιπόρφυρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλιπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θαλασσινής πορφύρας, [[ολοπόρφυρος]], [[κατακόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἁλιπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θαλασσινής πορφύρας, [[ολοπόρφυρος]], [[κατακόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρφυρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἁλιπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -πόρφυρος < πορφύρα.