αλευριτέλαιο: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>Χημ.</b><br />ανοικτοκίτρινο ξηραινόμενο [[έλαιο]], με χαρακτηριστική [[οσμή]], που λαμβάνεται από τα σπέρματα τών [[φυτών]] του γένους Αλευρίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[ελληνικός]] όρος πλάστηκε <span style="color: red;"><</span> [[αλευρίτης]] <span style="color: red;">+</span> <i>έλαιον</i>].
|mltxt=το <b>Χημ.</b><br />ανοικτοκίτρινο ξηραινόμενο [[έλαιο]], με χαρακτηριστική [[οσμή]], που λαμβάνεται από τα σπέρματα τών [[φυτών]] του γένους Αλευρίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[ελληνικός]] όρος πλάστηκε <span style="color: red;"><</span> [[αλευρίτης]] <span style="color: red;">+</span> <i>έλαιον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:12, 29 December 2020

Greek Monolingual

το Χημ.
ανοικτοκίτρινο ξηραινόμενο έλαιο, με χαρακτηριστική οσμή, που λαμβάνεται από τα σπέρματα τών φυτών του γένους Αλευρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλευρίτης + έλαιον].