ακταιωρός: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η και ακτωρός, ο, η (Α [[ἀκταίωρος]] και ἀκτωρός)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]] τών ακτών.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο, η και ακτωρός, ο, η (Α [[ἀκταίωρος]] και ἀκτωρός)<br />[[φύλακας]], [[φρουρός]] τών ακτών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκταί</i> ([[ακτή]] Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> «[[φροντίδα]], [[μέριμνα]], [[προσοχή]], [[πρόνοια]]». Ο [[ναυτικός]] όρος [[ακταιωρός]] ή <i>ακτωρίς [[ναυς]] ή <i>ακτωρό [[πλοίο]] αποτελεί [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>coastguard ship</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακταιωρία]], [[ακταιώριο]], [[ακταιωρώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο, η και ακτωρός, ο, η (Α ἀκταίωρος και ἀκτωρός)
φύλακας, φρουρός τών ακτών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκταί (ακτή Ι) + -ωρος < ὥρα «φροντίδα, μέριμνα, προσοχή, πρόνοια». Ο ναυτικός όρος ακταιωρός ή ακτωρίς ναυς ή ακτωρό πλοίο αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coastguard ship.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακταιωρία, ακταιώριο, ακταιωρώ].