αλλοπρόσαλλος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλοπρόσαλλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκλίνει [[πότε]] [[προς]] τον έναν και [[πότε]] [[προς]] τον άλλον, [[ευμετάβλητος]], [[ασταθής]]<br /><b>2.</b> [[κακόπιστος]], [[δόλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλοπρόσαλλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκλίνει [[πότε]] [[προς]] τον έναν και [[πότε]] [[προς]] τον άλλον, [[ευμετάβλητος]], [[ασταθής]]<br /><b>2.</b> [[κακόπιστος]], [[δόλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[ἄλλο]] πρὸς ἄλλον</i> (<i>λέγων</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:19, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, -ον)
1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής
2. κακόπιστος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)].