κακόπιστος
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
German (Pape)
[Seite 1302] treulos, Sp.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόπιστος, -ον)
αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ο κακής πίστεως, δόλιος, ανειλικρινής
νεοελλ.
αυτός που διαστρέφει την αλήθεια για δικό του όφελος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει εσφαλμένη θρησκευτική πίστη, αιρετικός, κακόδοξος.
επίρρ...
κακοπίστως και κακόπιστα (Α κακοπίστως)
νεοελλ.
με υστεροβουλία, με πονηριά, δόλια
αρχ.
με άτοπη εμπιστοσύνη, με πίστη που δίνεται σε άνθρωπο ο οποίος δεν τήν αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πιστος (< πιστός), πρβλ. αξιόπιστος, καλόπιστος].