αλλοπρόσαλλος

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, -ον)
1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής
2. κακόπιστος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)].