αλλογνώμων: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλλογνώμων]] (-ονος), ο (ΑΜ)<br /><b>1.</b> μη [[σταθερός]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παράξενες γνώμες.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλλογνώμων]] (-ονος), ο (ΑΜ)<br /><b>1.</b> μη [[σταθερός]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παράξενες γνώμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γνώμη]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλλογνώμων (-ονος), ο (ΑΜ)
1. μη σταθερός, ευμετάβλητος
2. αυτός που έχει παράξενες γνώμες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -γνώμων < γνώμη].